- θυρωρεῖον
- θῠρωρ-εῖον, τό,A porter's lodge, Vitr.6.7.1 (dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
PERISTYLUM et Hippodromus — loca Alexandriae, memorata Auctori libri Maccabaeor. 3. c. 5. v. 1. s. ubi belluas (i. e. elephantos) egregie instructas, ὁ ἐλεφαντάρχης Hermon nomine, εν τῷ μεγάλῳ Περιςτύλῳ διακινῆσαι, in magno Peristylo excitâsse, i. e. exercuisse, legitur:… … Hofmann J. Lexicon universale
θυρωρείο — το (ΑΜ θυρωρεῑον, Μ και θυρώριον) [θυρωρός] νεοελλ. ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου μσν. αρχ. το οίκημα τού θυρωρού, το δωμάτιο ή το… … Dictionary of Greek